Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η συγγραφέας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και φοίτησε στο ΤΕΙ Αθηνών στο τμήμα Μάρκετινγκ (Εμπορίας και Διαφημίσεως Προϊόντων) στη Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας. Εργάστηκε για δύο δεκαετίες σε αυτόν τον χώρο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Σουηδία, όπου έζησε από το 1993 έως και το 2006. Από το 2007 ασχολήθηκε με την εμπορία κοσμήματος και από το 2012, άρχισε να συνθέτει η ίδια μια σειρά κοσμήματος που την ονόμασε, ΕΝΑΕΝΑ, www.enaena.eu.

Η Κατερίνα Χρυσογένη πάντοτε αγαπούσε τις λέξεις. Τον ήχο, την όψη και το νόημά τους.  Έπαιζε μαζί τους συστηματικά από μικρό κορίτσι, που όταν πέρασε στην εφηβεία, συνέχισε το λεκτικό παιχνίδι γράφοντας μικρά διηγήματα. Στην επαγγελματική της ζωή αργότερα, βρέθηκε και πάλι να παίζει με τις λέξεις, αυτή τη φορά συντάσσοντας διαφημιστικά κείμενα για απαιτητικούς διαφημιζόμενους. Γύρω στα 27 της χρόνια, παρασύρθηκε από τη φοβερή ιστορία που γεννήθηκε στο μυαλό της, στο να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα. Το πιο πρόσφατο και ιδιαίτερο μυθιστόρημά της, από την άποψη ότι γράφτηκε αρχικά στη σουηδική γλώσσα και κατόπιν αποδόθηκε από την ίδια τη συγγραφέα στα ελληνικά, μετά τον επαναπατρισμό της το 2006, είναι το παρόν. 

Περισσότερες πληροφορίες: http://goldengenus.blogspot.gr/


Η άφιξη στο Αιθερικό Παλάτι

- Είσαι τόσο νέος! Μου πέταξε κατάμουτρα. Δεν ξέρεις τίποτα από τον κόσμο κι ακόμη λιγότερο από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι ένα μυστήριο είδος με πολύ κακούς σκοπούς, υποστήριξε, σίγουρο στο φτερούγισμά του. Πίστεψε με, εμένα που ξεφυλλίστηκα χίλιες φορές από τότε που τυπώθηκα το 1826!
«Εξαιρετική κατάσταση για ένα τόσο παλιό βιβλίο! Σκέφτηκα, αλλά παρ όλα αυτά του αντιγύρισα.
- Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται ποτέ να σε τοποθετήσουν σε ράφι δικό μου.
Το βιβλίο με πλησίασε τόσο, που άγγιξε το έβδομο ράφι μου.
- Θα καταλάβεις με τα χρόνια... με προκάλεσε για τελευταία φορά κι ύστερα φτερούγισε με τα τριακόσια φτερά του μακριά και κρύφτηκε πίσω στην γωνιά του, ανάμεσα στα ξεχασμένα ράφια της μεγάλης αίθουσας.
Τότε μόνο πρόσεξα, ότι τα φώτα στο παλάτι είχανε σβήσει και τα βιβλία είχανε τελειώσει με τις εξομολογήσεις τους, από μια πλούσια σε εμπειρίες μέρα στα ανθρώπινα χέρια. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι χτύποι της καρδιάς από το Βασίλειο των Ποιητών γύρω, σαν θλιμμένο ταμπούρλο.

Ξαφνικά ένοιωσα μόνος. Το βιβλίο είχε δίκιο. Ήμουν μονάχα μερικών μηνών. 

Η δεξίωση της Δάφνης

Κι έτσι έφθασε η μεγάλη μέρα. Η διακόσμηση είχε προφτάσει μέχρι σε μας στην μεγάλη αίθουσα των Βιβλίων και σκέπασε κάθε άλλη εντύπωση. Επιλεγμένα διακοσμητικά αντικείμενα ξεπηδούσαν εδώ και κει, φορτωμένα με τα πιο όμορφα λουλούδια από τους ξακουστούς Αιθερικούς Κήπους. Παντού στο Παλάτι στολίστηκαν όλα τα επίμαχα σημεία με λουλούδια και μετάξι, στο αγαπημένο χρώμα της κυρίας, το χρυσό.
Έξω, στον δυτικό αυλόγυρο του παλατιού που κρεμόταν μετέωρος πάνω από θεόρατα βράχια και μια μόνιμα αγριεμένη θάλασσα, στήσανε την ευρύχωρη σκηνή για τους μουσικούς που θα παίζανε απόψε για τα νέα και προνομιούχα ζευγάρια. Φανάρια από μπρούτζο που είχαν γυαλιστεί τόσο που μοιάζανε με χρυσάφι, φωτίζανε τον πυκνό κήπο κι οι καλεσμένοι άρχισαν να καταφθάνουν.

Ήμουν εκτός εαυτού από περιέργεια. Εκλιπαρούσα τα πράγματα και τα βιβλία που είχανε βρεθεί εκεί έξω, να μου αποκαλύψουν έστω και το πιο αδιάφορο συμβάν.

Η εκλογή του Πάρη

Ο Πάρις στεκόταν ακριβώς πλάι μου. Θα άφηνε μόλις πίσω στην θέση του το «Ανεμοδαρμένα ύψη» όταν η Δάφνη όρμησε μέσα στην αίθουσα με την συνηθισμένη ορμή της. Το σεβαστό βιβλίο παραλίγο να του πέσει απ’ τα χέρια. Με τρεμάμενο χέρι το τοποθέτησε πίσω στο ράφι του, και γύρισε προς το μέρος της.
- Τι κάνεις εδώ; την ρώτησε ανήσυχος. Δεν έχετε αναχωρήσει; Που είναι η μητέρα σου;
Οι ερωτήσεις ξεπηδούσαν ακράτητες από μέσα του. Αυτή δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται να απαντήσει καμία. Τον πλησίασε ατρόμητη για να του ανακοινώσει.
- Πάρη! μου είσαι τόσο αγαπητός που δεν βαστώ να σε αποχωριστώ. Δεν μπορώ να φύγω μακριά σου!

Αυτός βρέθηκε απροετοίμαστος. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Είχε χάσει πια τα συγκαλά της; Πώς τολμούσε να εναντιωθεί στη μητέρα της; Όλες οι προοπτικές του φαινόταν απαίσιες, μα δεν πρόλαβε να σκεφθεί άλλο καμιά τους. Τα τέλεια σχηματισμένα χείλη της σκύψανε κι ακούμπησαν τα δικά του για μια αιώνια στιγμή, πριν πετάξουν πάλι μακριά.

Φυγή από την εξουσία

Ο χρόνος ζύγιζε ξαφνικά τόνους και συνέθλιψε όλα μας τα σχόλια. Νιώθαμε μουδιασμένοι από τον κίνδυνο του ανθρωποκυνηγητού και κανείς μας δεν είχε όρεξη να συζητήσει την πιθανή κατάληξη. Είχαμε όλοι μας ταχτεί με το μέρος του Πάρη κι ευχόμασταν να κέρδιζε την Δάφνη και να ζούσε ευτυχισμένος μαζί της όλα του τα χρόνια κι ότι ο κύριος θα επέστρεφε στο Παλάτι χωρίς να έχει κοστίσει την ζωή κανενός.
Δεν μπόρεσα να βαστηχτώ άλλο και μια προσευχή ξεπήδησε από μέσα μου.

-          Μεγάλη μου Βελανιδιά και εσύ αιώνια μάνα γη, παρακάλεσα με ανείπωτο σπαραγμό, βοηθήστε δυο ανθρώπινες ψυχές που ποθούν τόσο να ανταμώσουν. Κάντε να ζήσουν και να γεράσουν μαζί και να δεχθούν τα δώρα της ζωής, με την ίδια ευγνωμοσύνη κι οι δυο τους...

Αυτός που ψάχνει, βρίσκει

Ένας μήνας παρά κάτι ημέρες πέρασε, και νωρίς ένα πρωί ακούσαμε επιτέλους την ιστορία από την πρώτη κυρία Οικοκυρικών στο παλάτι, που σκοπίμως απέκλεισα απ’ την διήγηση μου μέχρι τώρα, για να την κάνω ακόμη πιο σημαντική. Η σεβαστή από την τάξη των κυρίων και φοβία για την τάξη των υπηρετών, Μάργκαρετ, μας αποκάλυψε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο το ανατριχιαστικό νέο που μόλις είχε ακούσει.
Για πρώτη φορά από τότε που είχε πατήσει το πόδι της στο παλάτι, καταπάτησε τον όρκο που είχε δώσει στον κύριο και διάβηκε το κατώφλι της αίθουσας Βιβλίων.

Εμείς οι ακίνητοι που τόσα είχαμε ακούσει για το άγρυπνο μάτι της περίφημης οικονόμου, που υπηρετούσε τον κύριο της με απέραντη αφοσίωση, παγώσαμε και μόνο στην θέα της για να γίνουμε μετά χιλιάδες σκόρπια θρύμματα. Ήμασταν όλοι σίγουροι ότι κάτι ανεπανόρθωτο είχε συμβεί. Και μόνο που ακούμπησε το τέταρτό μου ράφι, μια αστραπή πετάχτηκε και έτρεξε σε όλο μου το σώμα και τα συμβάντα άρχισαν να ξεπηδάν ένα-ένα από το στόμα μου. Τα πράγματα και τα βιβλία με ακούγανε μαγεμένα. 

Η τραγωδία της χαράς

Ένας επιδεικτικός ξερόβηχας μας έβγαλε από τις ανείπωτες ανησυχίες μας.  Τα χρυσά υποδήματα του χορού που η κυρία είχε μόλις ξεφορτωθεί από πάνω της, πήρανε το λόγο σε ντουέτο.
-          Η κυρία αμάρτησε βαριά, ανακοίνωσε το δεξί υπόδημα.
-          Δεν είχε η άμοιρη άλλο διέξοδο, την υπερασπίστηκε το αριστερό υπόδημα.
- Οι άνθρωποι έχουν επιλογές, πίστεψέ με! Αντιγύρισε το δεξί, δεν είναι σαν και μάς που μας χρησιμοποιούν όπως θέλουν.
- Η κυρία ήταν αγιάτρευτα πληγωμένη από την διπλή αγάπη του Πάρη, συνέχισε το αριστερό υπόδημα. Δεν μπορεί να το παραδεχθεί, ότι την εγκατέλειψε για το χατίρι της Δάφνης.
- Αυτή δεν είναι δικαιολογία για το έγκλημα που διέπραξε απόψε! πετάχτηκε το δεξί υπόδημα απηυδισμένο.
- Ήταν μόνο επάνω στην απελπισία της, επέμενε το αριστερό. Ο Ιάσων γρήγορα θα ξεχάσει την ομολογία της μητέρας του. Να είστε σίγουροι! Κανένα κακό που διαρκεί δεν έχει συμβεί.
Δεν κρατήθηκα άλλο να ακούω τις διαφωνίες τους.

To δωδέκαθλο του Πάρη

Η μοίρα δεν ήτανε γενναιόδωρη απέναντι στον νέο άντρα και επρόκειτο να τον απασχολήσει επί εικοσιτετράωρης βάσης, με αδύνατο να τα βαστάξεις συναισθηματικά τερτίπια. Από την μια, η γνώση ότι ο Ιάσων ήταν δικός του γιός κι από την άλλη η υστερία και οι σατανικές προθέσεις της Αμέλιας, θα τον έβαζαν σε απίστευτες δοκιμασίες.
Για κάθε μέρα που περνούσε μαθαίναμε – ακούγοντας με τα ίδια τ’ αυτιά μας, ή μέσω των αφηγήσεων του δαχτυλιδιού – αυτά που συνέβαιναν στον άμοιρο Πάρη κι ήμασταν όλοι ειλικρινά ανήσυχοι. Πώς θα τα κατάφερνε να αντέξει; Θα ήταν άρτιος και υγιής για την πολυπόθητη πρώτη νύχτα του με την Δάφνη;
Το δαχτυλίδι του αρραβώνα στο δάχτυλό του, ήταν πάντα πρόθυμο να μας ενημερώσει.
Η Αμέλια εμφανίστηκε εχθές το βράδυ και κτύπησε την πόρτα του Πάρη, μα πριν πάρει απάντηση μπήκε μέσα και τον αιφνιδίασε στο κρεβάτι, ξεκίνησε.

Η κοιλάδα των Αισθήσεων

Δεν πρόλαβε καλά να ξεπεζέψει από το άλογό του και η γης άρχισε να τρέμει και να βρυχάται. Οι σκοτεινές κόρες της Εκάτης έκαναν την εμφάνισή τους για να τον προϋπαντήσουν.
-          Πώς τολμάς και καταπατάς τον ιερό κήπο της Εκάτης; τον ρώτησαν με τις βραχνές φωνές τους.
Αυτός δεν το καλοσκέφθηκε πριν απαντήσει.
- Το άλογό μου με οδήγησε εδώ, πίστευα πως ξέρει που τραβάει!
Οι τρείς κόρες γλίστρησαν και τον περικύκλωσαν.
- Ο κανόνας αφορά μόνο τους ανθρώπους, αποκριθήκανε όλες με μια φωνή, το ίδιο κακεντρεχώς. Ο Πήγασος όμως, είναι πάντα καλοδεχούμενος στα μέρη μας.
Ο νεαρός κύριος άρχισε να πείθεται ότι οι κόρες το εννοούσαν σοβαρά. Ποια ήταν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει;
Η Θεά της Νύχτας απαιτεί να απαντήσεις σε τρεις ερωτήσεις, του ανακοίνωσαν. Αν αποτύχεις να απαντήσεις σωστά στην πρώτη, σου δίνεται η ευκαιρία να εγκαταλείψεις τον αγώνα σώος. Αλλά αν επιμένεις και αποτύχεις στην δεύτερη ερώτηση, πρέπει να μας ακολουθήσεις για πάντα στο βασίλειο της μητέρας μας.

Κάτω από το δέρμα

Τρείς τον αριθμό, πολύ νέοι άνθρωποι εμφανιστήκαν στην αίθουσα, σφύζοντας από ζωή και προοπτικές. Ξαπλωθήκανε παντού σαν επιδημία που καλπάζει κι άρχισαν να ψηλαφούν ότι μπορούσαν να φτάσουν, βιβλία, διακοσμητικά αντικείμενα, φακέλους και συρτάρια. Αχόρταγα, μικρά δάκτυλα τρύπωναν παντού και πεινασμένα μάτια για κάθε τι καινούργιο, απορροφούσαν ότι βρισκόταν στο δρόμο τους.
Ο Ιάσων με πρόσταξε το ίδιο ξεσηκωμένος.
-          Προσπάθησε να μιλήσεις στους μικρούς! Βάλε μπροστά πριν έρθει κανείς μεγάλος και μας διακόψει.
Εγώ που δεν μπορούσα να του αρνηθώ τίποτα, υπέκυψα στην επιθυμία του.
-          Ίων! Κλέων! Ισμήνη! Φώναξα τα παιδιά, με την επίσημη φωνή μου.
Κανείς τους δεν φάνηκε να μ’ ακούει.

Το χάρισμα της δύναμης


- Ήρθε η ώρα να σου δώσω ένα όνομα αγαπημένε μου φίλε, ανακοίνωσε, ένα όνομα αντάξιο της σοφίας σου.
Με κοίταξε με σουφρωμένα τα φρύδια και με πλησίασε μερικά βήματα ακόμη. Σταμάτησε ξανά και με έδειξε με το δάχτυλό του, κάνοντάς με μάρτυρα της υπερφυσικής ακτινοβολίας που ξεχύνονταν από μέσα του. Το δυναμικό του μέτωπο ήταν σκεφτικό, αλλά έστω κι έτσι το σύνολο ήταν αναμφισβήτητα φτιαγμένο για να συνεπαίρνει τις αισθήσεις του θεατή. Ένιωσα αδύναμος, όπως κι όλοι μου οι σύντροφοι γύρω.
- Κλίμαξ! αποφάνθηκε, έτσι θα σε αποκαλώ από εδώ και μπρος. Η κλίμακα που οδηγεί  σκαλί-σκαλί στην ολοκλήρωση, στην κατάκτηση της γνώσης - αλλά με αρσενικό άρθρο-. Ο Κλίμαξ!
Η λέξη που μου διάλεξε για όνομα, ήχησε σαγηνευτικά στα αυτιά μου και του απάντησα συγκινημένος.

- Ιάσωνα, καρδιακέ  μου φίλε, που από τότε που σε πρωτοείδαμε στην αγκαλιά της μητέρας σου, ήσουν ένας φάρος για όλους εμάς τα πράγματα και τα βιβλία, διάλεξες όντως το καλύτερο όνομα για μένα.

Το σημείο του Ορίζοντα

Οι καθημερινές διαδικασίες άλλαξαν ριζικά, μετά το αναπάντεχο γεγονός. Ένα σωρό θέματα έπρεπε να τακτοποιηθούν, πριν την μετακόμιση του Ιάσονα στην πόλη. Η μεγάλη έπαυλη, κείτονταν στην καρδιά της πόλης, με τα κτίρια του πανεπιστημίου σε απόσταση λίγων λεπτών. Του έλειπε όμως ένας χώρος εργασίας, μια βιβλιοθήκη και το προσωπικό που θα διεκπεραίωνε τα διάφορα πρακτικά, ώστε αυτός να αφοσιωθεί ήσυχος στις σπουδές του. Με όλα αυτά τα τρεξίματα, τόσο ο κύριος όσο και η κυρία ήταν μονίμως απασχολημένοι και απόντες.
Αντίθετα ο Ιάσων είχε πια μυαλό μόνο για τις έρευνες του και μοιραζόταν σχεδόν όλο του τον χρόνο στην αίθουσα, μαζί μας. Ήμασταν παρόντες αν και σιωπηλοί, πεινασμένοι θεατές της προσπάθειας του να εμβαθύνει στην πραγματική ουσία των βιβλίων.

Στα νύχια της αναμονής

Άλλοτε το χαρτί αφήνονταν επάνω στο γραφείο κι αυτό με την σειρά του μας μετέδιδε το τι έστεκε στο γράμμα κι άλλοτε ο κύριος διάβαζε ο ίδιος ηχηρά τα γραπτά του γιου του, λες και ήθελε να χαρεί τις λέξεις του Ιάσονα και με τα μάτια και με τ’ αυτιά. Ασχέτως του διαφορετικού ύφους από φορά σε φορά, ήταν φανερό σε όλα τα γράμματα, ότι η χαρά της εξερεύνησης είχε μεταμορφώσει τον Ιάσονα από ένα αρκετά απομονωμένο άτομο, σε μια υπερκοινωνική ύπαρξη που πρόλαβε να μπλεχτεί σε όλους τους συνδέσμους και τις ενώσεις που είχανε ζητήσει την συμμετοχή του. Σύντομα αρχίσαμε κιόλας να αναγνωρίζουμε κάποια ονόματα, ανδρικά και γυναικεία, που επανέρχονταν συχνά στις διηγήσεις του. Τα είχα αποτυπώσει όλα στην μνήμη μου, αλλά δεν μπορούσα να τους δώσω μια εικόνα. Ο Ιάσων ήταν απορροφημένος με το να περιγράφει την ατμόσφαιρα στην διάρκεια των παραδόσεων και την ευρηματικότητα με την οποία, ο σοφός προφέσορας Έρασμος τον συμβούλευε να κάνει το ένα ή το άλλο.

Η στιγμή της αλήθειας

Τις ώρες που απέμεναν μέχρι τα μεσάνυχτα, εφάρμοσα με σχεδόν υστερική προσήλωση την απάνθρωπη μέθοδό μου απέναντι στην αβάσταχτη επιθυμία. Συνδύασα όλες τις δυνατές θεωρίες, γύρω απ’ το τί πραγματικά είχε συμβεί τους μήνες που μάς πέρασαν και ποιά ήτανε στ’ αλήθεια, αυτή η ύπαρξη που μας επισκέφτηκε και θύμιζε τόσο λίγο τον Ιάσωνα που ήξερα. Έμοιαζε δέκα φορές πιο κοσμοπολίτης αν και το ίδιο υπέροχος και γνήσιος.

Επικίνδυνες συναναστροφές σε ύποπτα σοκάκια της πόλης, καθηγητές που τον εμποδίζανε απ’ την επιτυχία, υπηρέτες που τον πρόδιδαν και εκμεταλλευόταν την έλλειψη εμπειρίας του, κυρίες αποφασισμένες να κερδίσουν τα πάντα στο όνομα της αγάπης, χωρίς να δίνουν το παραμικρό πίσω. Είχα φουσκώσει με όλες τις δυνατές προοπτικές, αλλά ο απατεώνας χρόνος που αλλιώς συνήθιζε να προχωράει μ’ ένα χαλαρό ρυθμό, έμοιαζε τώρα να έχει σταματήσει ολωσδιόλου. Κι όσες φορές κι αν σκεπτόμουνα τις διαστροφές των ανθρώπων δεν επιβραβεύτηκα με την λύτρωση.

Στα χνάρια της επιθυμίας

Έτσι συνεχίστηκαν οι διακοπές των κυρίων στον εύθυμο ρυθμό τους. Η γκρίζα παραλία του παλατιού γέμισε για άλλη μια φορά με παρέες, γέλια, τραγούδι και χορό, όπως και ελαφρά υπαίθρια γεύματα. Ο Ιάσων έμοιαζε επιτέλους ξένοιαστος με συντροφιά τα νεότερα παιδιά. Ο Ίων ο Κλέων και η Ισμήνη αγωνιζόταν με κάθε μέσο, για να κερδίσουν την προσοχή του κι αυτός δεν τους απογοήτευε. Όταν οι μεγάλοι τραβιόταν πίσω στα ενδότερα του παλατιού, αυτός έμενε με τα παιδιά στην παραλία, γδυνόταν και τσαλαβουτούσαν στο κρύο νερό. Ολοκληρωτικά ευτυχισμένοι κολυμπούσαν, βουτούσαν κι ανακάτευαν τον βυθό, μερικές φορές ώρες, μέχρι που κάποιος ανήσυχος υπηρέτης να φανεί για να τους φωνάξει τρομοκρατημένος να βγούνε έξω.

Φθινοπωρινή μονομαχία

Kι όσο τα φύλλα πέφτανε από τα κλαδιά της οξιάς, τα γράμματα του Ιάσονα συνέχισαν να καταφθάνουν στο παλάτι και να μας πλουτίζουν με το διπλό τους περιεχόμενο. Ο συγγραφέας τους είχε γίνει τόσο ικανός να εκφράζεται σε δύο επίπεδα, που ποτέ δεν μας ξέφυγε καμιά από τις άγραφες λεπτομέρειες, όσο δυνατά κι αν διάβαζε τις γραμμένες λέξεις ο κύριος. Ακούγαμε μοναχά τον Ιάσονα, τόσο καθαρά και πειστικά, σαν να' τανε μπροστά μας στην μεγάλη αίθουσα και διηγιόταν με παραστατικότητα για το πλησίασμα του στην παντοδύναμη αγάπη.
Τέσσερα σαββατοκύριακα πέρασαν και κάθε ένα από αυτά τον γέμιζαν με ζαλιστικές προσδοκίες. Η αγαπημένη του επέμενε ακόμη στην αυστηρή της ανατροφή, αλλά είχε αρχίσει να διαβάζει ξανά τους στίχους του. Κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ τον επισκεπτόταν στο δωμάτιο εργασίας του για να διαβάσει τα πρόσφατα ποιήματά του. Δεν εξέφραζε απόψεις και κρίσεις, αλλά φαινόταν ολοένα και πιο ασυγκράτητη στην ανάγνωση που ο Ιάσων είχε να προσφέρει.

Ο χρόνος γιατρεύει κάποιες πληγές

Από την απάνθρωπη άγνοια μας, επρόκειτο να μας σώσει μία σύμπτωση. Ο κύριος φυλούσε ένα μέρος χαρτιών στην άκρη του γραφείου του κι είχε ρητά απαγορέψει στον οποιοδήποτε να τα αγγίξει, πριν τα τακτοποιήσει ο ίδιος. Ένα βράδυ όταν τα πάντα είχαν βυθιστεί στην λήθη τους, ο αρκετά ψηλός σωρός άρχισε να γέρνει, μέχρι που μ’ ένα εντυπωσιακό τρέμουλο σωριάστηκε φύλλο-φύλλο στο ξύλινο δάπεδο. Με το που προσγειώθηκαν κάτω οι άγνωστες σελίδες, το περιεχόμενο τους εξέπεμψε κατευθείαν στ’ αυτιά μας. Ένα χαρτί απ’ όλα, ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Επρόκειτο για μια επιστολή με παραλήπτη τον κύριο και αποστολέα το κεντρικό νοσοκομείο της πόλης. Αναγνώρισα το όνομα του αποστολέα σαν έναν από τους παλαιότερους φίλους του κυρίου, νυν διευθυντή του εν λόγω νοσοκομείου. Οι ιατρικές ορολογίες μας ήταν ακατανόητες όπως ακριβώς και για όλους τους άλλους, εκτός από τους ίδιους τους γιατρούς, αλλά όλοι μας καταλάβαμε επακριβώς τον ορισμό «ανίατη εκ γενετής στειρότητα».

Ειρήνη επί της γης

Κρατούσαμε την ανάσα μας, κάθε φορά που ξεκινούσε.
- Στα βάθη του χαμένου Αρχιδάσους, ακούστηκε η φωνή του πιο πειστική από ποτέ, γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια μια νύμφη που όμοιά της δεν είχαν τα δέντρα αντικρίσει ποτέ, ούτε και κανένα άλλο από τα μυριάδες πλάσματα που ζούσανε εκεί, από καταβολής κόσμου. Ψηλή, πολύ ψηλότερη από τις άλλες νύμφες του δάσους, διέθετε την τρομερή δύναμη της μεταμόρφωσης. Για κάθε μέρα που η Σελήνη μεγάλωνε, ένα κομμάτι του δάσους πρώην απρόσιτο για τους ανθρώπους, γινόταν ορατό και βατό. Μέχρι που ενηλικιώθηκε, το νέο είχε διαδοθεί στα πέρατα κι οι πρώτοι αγνοί στην ψυχή και γενναίοι σαν λιοντάρια εξερευνητές, άρχισαν να συγκεντρώνονται στις παρυφές του δάσους. Σιγά-σιγά διεισδύσουν στον πυκνό δαίδαλο του δάσους κι άρχισαν να αναπτύσσουν τα μυστήρια που μέχρι τότε ήταν μοναχά των ξωτικών. Όσο όμως κι αν έζησε μια μακριά ζωή, η Σελήνη δεν μπορούσε να ζήσει αιώνια κι έτσι μια λαμπερή μέρα που τα πουλιά κελαηδούσαν το όνομά της τόσο γοερά που όλα τα δέντρα του δάσους δάκρυσαν, άφησε την τελευταία της πνοή.

Προδοσία στο Παρίσι

Ξαφνικά, ο γενικός ενθουσιασμός ξεφούσκωσε και χάθηκε μονομιάς. Ακόμη και το πιο ελαφρύ σε ήθος πράγμα, διαπίστωσε ότι η απόσταση μεταξύ μας και στον μοναδικό χαρισματικό άνθρωπο που είχαμε γνωρίσει – αν εξαιρούσαμε την Ισμήνη, την οποία συναντούσαμε αρκετά σπάνια -, σύντομα θα αυξάνονταν δραματικά. Οι επισκέψεις του Ιάσονα στο παλάτι σίγουρα θα μειωνόταν στο ελάχιστο, μετά την εγκατάστασή του στο Παρίσι.
Ένα παγωμένο δευτερόλεπτο πέρασε. Μετά ύψωσα την φωνή μου κι ευχήθηκα έτσι, ώστε η ευχή μου να γίνει γρήγορα πραγματικότητα.
- Να είσαι ευτυχής στην νέα σου ζωή Ιάσονα! Να τολμάς πάντα να διαλέγεις τον δύσκολο δρόμο, τον μόνο που οδηγεί στην ολοκλήρωση.

-            Να είσαι ευτυχής Ιάσων! συμφώνησαν σε χορωδία τα πράγματα πίσω μου και λικνίστηκαν στην γενική αισιοδοξία.

Με δάκρυ και μεράκι

Στο τέλος του Αυγούστου, ήταν όλες οι προετοιμασίες ολοκληρωμένες και οι κύριοι εγκατέλειψαν το παλάτι στην άνετη τους άμαξα. Για μεγάλη μας ευτυχία, ο κύριος έγραφε τακτικά στην οικονόμο του παλατιού που μόλις διάβαζε τα γράμματα, σχολίαζε το περιεχόμενο τους μόνο με τον πρώτο από τους υπηρέτες, αφού τον όρκιζε να μη βγάλει τσιμουδιά στους υπόλοιπους. Μα ακόμη κι αν ο συμπαθής, ηλικιωμένος πια Γκρέκορ, δεν τόλμησε ποτέ να ανοίξει το στόμα του, ήταν φανατικός αναγνώστης της Βίβλου που συχνά δανειζόταν στο δωμάτιο του. Μετά από κάθε δανεισμό, το αρχαιότερο από όλα τα βιβλία που η αίθουσα μας είχε να επιδείξει, επέστρεφε με γλαφυρά νέα από τα γραπτά του κυρίου.
Έτσι μάθαμε, ότι οι κύριοι είχαν φτάσει στο Παρίσι κι ότι είχαν συναντήσει τον Ιάσονα στην κατοικία του. 

Το χαμόγελο της Μήδειας

Ήταν σαν να με χτύπησε αστροπελέκι, «Πριγκίπισσα, η θρυλική Μήδεια;» «Τι γύρευε στο παλάτι μας;» «Ποιος μου 'παιζε μια τέτοια φάρσα;» Αδυνατούσα να το πιστέψω, «ο Ιάσων είναι πιο έξυπνος» έλεγα και ξανάλεγα, μέχρι που η εν λόγω ύπαρξη να κάνει την εμφάνισή της στην αίθουσα μας, για να χαιρετήσει τον κύριο.
Το βάδισμά της διαμέσου της αίθουσας επάνω στο λείο γυαλισμένο πάτωμα, μέχρι μπροστά στο γραφείο του κυρίου, διέχεε έντονες μαγικές δυνάμεις. Νιώσαμε σαν να μας ξερίζωνε την προσοχή μας, τόσο βίαια τραβούσε επάνω της τα βλέμματά μας όσο κινούνταν. Άθελά μου αναρωτήθηκα αν υπήρξε, υπάρχει, ή θα υπάρξει ποτέ άνδρας, που θα μπορούσε να της αντισταθεί. Αντί για άλλη απάντηση, μια φοβερή απέχθεια με τίναξε καθώς με προσπέρασε.

Ο κύριος φαινόταν τελείως υπνωτισμένος από την είσοδό της και σηκώθηκε αργά από την θέση του, για να την υποδεχθεί. 

Γάμου συμφωνία

Πράγματι, στα μέσα του Ιουνίου κατέφθασε με όλα της τα μέλη, η πολυπληθής βασιλική οικογένεια της νύφης και οι προετοιμασίες των γάμων μπήκαν στην τελευταία ευθεία. Διακοσμητές και έκτακτο προσωπικό, μαζί με τις ξενικές παρατηρήσεις των εξωτικών μας φιλοξενούμενων, έκαναν την κατάσταση μια τρομερή δοκιμασία για τα νεύρα μου. Απρόσκλητοι έμπαιναν στην αίθουσα μας ψάχνοντας το πιο άσχετο πράγμα κι αφού δεν το έβρισκαν, αποχωρούσαν κλείνοντας ντροπιασμένοι την πόρτα. Πόσο μισούσα αυτό το άσκοπο σούρτα-φέρτα!
Κι η παραμικρή συνομιλία φόρτωνε βαριά, τα δοκιμασμένα αυτιά μου. Οι νεαρές υπηρέτριες αναμετέδιδαν όλες τις πρόσφατες λεπτομέρειες, για τον λαμπρό γάμο που η κυρία Αμέλεια είχε αναλάβει να διοργανώσει για το χατίρι του μοναχογιού της.
-            Φαντάζεσαι! Έλεγε η μία, ενώ τα χέρια της πετούσαν με το φτερό του ξεσκονίσματος. Η νύφη θα αλλάξει θρήσκευμα για να τελέσει γάμο με τον κύριο Ιάσων. Έχεις ακούσει μήπως για το νυφικό;
Η μικρότερη και πιο συμμαζεμένη έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι της, ενώ δούλευε λίγο πιο μακριά.

-            Η μοδίστρα, δούλευε μήνες την στολή της νύφης που είναι θαύμα υψηλής ραπτικής, σύμφωνα με την κυρία. Κανείς δεν πρόκειται να αντικρύσει το νυφικό, πριν από την ώρα του μυστηρίου. 

Στη ζωή και στο θάνατο

Αργά ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, ακούστηκαν βιαστικά πέταλα έξω στον αυλόγυρο. Ο ιππέας φαινότανε να βρίσκεται σε εγρήγορση, γιατί τα βήματα που πέρασαν την είσοδο εξαφανίστηκαν σύντομα μες’ το παλάτι. Μετά ακούστηκε κι άλλο ένα ζευγάρι βήματα, να βιάζεται να προσεγγίσει κάποιον. Έγινε μια σύντομη σιωπή και τα βήματα επέστρεψαν, πιο πολλά αυτή την φορά κι ένας μονολεκτικός χαιρετισμός ακολούθησε κι απ’ τις δυο μεριές. Τέσσερα από αυτά τα βήματα, πήραν μετά τον διάδρομο για την αίθουσα μας.

Την επόμενη στιγμή η πόρτα άνοιξε και μέσα πρόβαλλε η Ισμήνη, τραβώντας πίσω της έναν εμφανώς αναστατωμένο Ιάσονα. Τον τράβηξε όλο τον δρόμο μέχρι τον καναπέ και μόλις κάθισαν αντικριστά ο ένας απέναντι στον άλλον, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά της και τα έσφιξε, κοιτώντας ίσια στα αδιάφορα του μάτια.

Το τέλος της αρχής

Το βιβλίο έμοιαζε να περνά μια κρίση. Με πολύ κόπο κατάφερε να συγκρατηθεί για να μην πετάξει όσο πιο μακριά απ’ την δυστυχία, γινότανε.
- Κι έτσι περάσαμε καταστροφές και θύελλες και χιόνια για πολλούς χειμώνες κι άλλες τόσες λιακάδες και βροχές στις υπόλοιπες εποχές...
Δεν απόσωσα την φράση μου μιας κι ένιωσα το βιβλίο να γλιστράει από την άκρη του ραφιού μου, έτοιμο να σωριαστεί κάτω.
- Πριν από μερικές μέρες όμως, πληροφόρησα τον μοναδικό μου ακροατή, συνέβη κάτι απρόσμενο. Μια ομάδα ανθρώπων με απίθανες ενδυμασίες, εμφανίστηκε ανάμεσα στα συντρίμμια κι άρχισε να παίρνει μέτρα, ύψη και πλάτη στην αίθουσά μας. Με περιεργάστηκαν με προσήλωση κι εξέτασαν την κατάστασή μου, όσο εσύ ήσουν αναίσθητος στην γωνιά σου.
Το βιβλίο που μόλις πριν δερνότανε στα πιο αισχρά βάθη απελπισίας, ξανάνιωσε ξαφνικά κι οι σελίδες του σαν να τεντώθηκαν κι αυτές. Τσίριξε από ευτυχία.

- Θα μας αναπαλαιώσουν! Οι άνθρωποι πρόκειται να μας αγγίξουν και να μας κοιτάξουν ξανά!